αδενοπάθεια

αδενοπάθεια
Πάθηση που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια οξείας μορφής ασθενειών του αναπνευστικού συστήματος (βρογχίτιδα, βρογχοπνευμονία, γρίππη, κοκίτης). Μπορεί να διαρκέσει μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ανάλογα με τη λοιμώδη νόσο που την έχει προκαλέσει. Η τραχειοβρογχική α. χαρακτηρίζεται από πρήξιμο των λεμφογαγγλίων που βρίσκονται κοντά στην πύλη του πνεύμονα, γύρω από την τραχεία και τους βρόγχους. Ιδιαίτερη σημασία έχει η α. που προκαλείται στα παιδιά από τη φυματιώδη λοίμωξη και αντιπροσωπεύει την πιο συχνή μορφή παιδικής φυματίωσης. Τα συμπτώματα της τραχειοβρογχικής α. είναι πυρέτιο, αδυνάτισμα, καχεξία, βήχας. Η διάγνωση της πάθησης είναι δυνατή με ακτινογραφική εξέταση των πνευμόνων, που συμπληρώνεται με δερμοαντίδραση φυματίνης. Η θεραπεία γίνεται με παροχή αντιφυματικών φαρμάκων (στρεπτομυκίνη, ισονιαζίδη και PAS) και γενική τόνωση του οργανισμού.
* * *
η Ιατρ.
κοινή ονομασία τής τραχειοβρογχικής αδενίτιδας (διόγκωση των λεμφαδένων γύρω από την τραχεία και στις πύλες των πνευμόνων), συνήθως φυματιώδους προελεύσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < ἀδ-ήν, -ένος + -πάθεια, πρβλ. αγγλ. adenopathy].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αδενοπάθεια — η (ιατρ.), πάθηση των αδένων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδενοπαθής — ές αυτός που πάσχει από αδενοπάθεια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδένας + παθής < ἔπαθον < πάσχω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”